χιονοκαταιγίδα

χιονοκαταιγίδα
η, Ν
καταιγίδα που συνοδεύεται από χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καταιγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χιονοκαταιγίς, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χιονοκαταιγίδα — η χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”